- ἠρόμην
- ἀρόωploughimperf ind mp 1st sg (attic epic ionic)αἴρωattachaor ind mid 1st sg (attic epic ionic)ἔρομαιaskaor ind mid 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ᾐρόμην — αἴρω attach imperf ind mp 1st sg εἴρω 2 say imperf ind mid 1st sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άρνυμαι — ἄρνυμαι (Α) 1. προσπαθώ να εξασφαλίσω ή να διασώσω 2. αποκτώ, κερδίζω 3. (με κακή σημασία) παίρνω εκδίκηση, τιμωρώ 4. εκλέγω, προτιμώ 5. μεταφέρω, ανέχομαι, σηκώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. Ασθενής βαθμίδα αρχαίου ενεστώτα με επίθημα νυ , ο οποίος έχει άμεση… … Dictionary of Greek
κατέχω — (AM κατέχω) 1. έχω κάτι υπό την κατοχή μου, είμαι κύριος ενός πράγματος (α. «κατέχει το κτήμα» β. «κρατεῑν ὧν κατεσχήκασι κλήρων») 2. κρατώ υπό την εξουσία μου, εξουσιάζω (α. «ο εχθρός κατέχει την πόλη» β. «τὴν χρονώδη Θρῄκην κατέχει», Ευρ.) 3.… … Dictionary of Greek
ar-2 oder er- — ar 2 oder er English meaning: to distribute Deutsche Übersetzung: “zuteilen; (med.) an sich bringen” Grammatical information: with IE nu present Material: Av. ar (present ǝrǝnav , ǝrǝnv , preterit pass. ǝrǝnüvī) “ grant,… … Proto-Indo-European etymological dictionary